Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Το Σπίτι του Κάιν (2000)

Την Παρασκευή 2 Μαρτίου και ώρα 11:00 θα προβληθεί το ντοκυμανταίρ "Το Σπίτι του Κάιν" (2000) και θα το παρουσιάσει ένας από τους δημιουργούς του: ο Γιάννης Βαλεράς, κινηματογραφιστής. Η προβολή θα γίνει στο Εργαστήριο Ζωγραφικής.

http://www.hellenicfilmacademy.gr/HFA2/en/archive/TO_SPITI_TOY_KA%CE%AAN.html
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF_%CF%83%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%AC%CE%B9%CE%BD

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Η ιστορική εξέλιξη του βιασμού



Η απαξία του βιασμού ανιχνεύεται ήδη στην αρχαία Ελλάδα. Ειδικότερα, στο αττικό δίκαιο διωκόταν ο βιασμός, όπως και ο εξαναγκασμός σε ασέλγεια, με τη "γραφή ύβρεως" και τη "δίκη βιαίων" ενώ θεμελίωνε και το δικαίωμα αυτοδικίας. Ο βιασμός, ως βαρύ έγκλημα, δικαιολογούσε τη δίωξη του δράστη από τον καθένα, στοιχείο που προσιδιάζει mutatis mutandis προς την σημερινή αυτεπάγγελτη δίωξη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η προστασία από το βιασμό εκτεινόταν και στους δούλους.

Στο ρωμαϊκό δίκαιο, επίσης, εντοπίζεται η τιμωρία του βιασμού ως ειδική περίπτωση βίας, με έντονα, ωστόσο, ταξικά χαρακτηριστικά, τόσο για τον δράστη όσο και για το θύμα. Έτσι, σε αντίθεση με την αρχαία Ελλάδα, καμιά προστασία δεν παρέχεται για τη δούλη ή τη μη παρθένα γυναίκα.

Τέλος στο βυζαντινό δίκαιο δεν φαίνεται να αποτυπώνεται αυτοτελώς ο βιασμός, αλλά επιμέρους όψεις του εντάσσονται στα εγκλήματα της παρθενοφορίας, της φθοράς ή της αρπαγής, Προκύπτει, άλλωστε, ότι και σ' αυτά τα αδικήματα σκοπός δεν είναι η προστασία της σεξουαλικής ελευθερίας αλλά της ευρύτερης κοινωνίας από τη δράση “επικίνδυνων ανθρώπων”.

Στη σύγχρονη Ελλάδα ο βιασμός εμφανίζεται ήδη στο Απάνθισμα των Εγκλημάτων επιφυλάσσοντας περιορισμένη, ωστόσο, ποινική προστασία. Περισσότερο ολοκληρωμένα περιλαμβανόταν ο βιασμός στον ποινικό Νόμο (αρ.273). Ειδικότερα, ως βιασμός τυποποιούνταν ο εξαναγκασμός σε ασέλγεια εξίσου γυναίκας ή άντρα, ανεξαρτήτως δηλ. φύλου ή άλλων ιδιοτήτων. Τα μέσα του εξαναγκασμού περιγράφονταν στο νόμο: σωματική ή ψυχολογική βία ή απονάρκωση των αισθήσεων που προκαλεί ανικανότητα αντίστασης. Ενδιαφέρον είναι ότι εξίσου θεμελίωνε το βιασμό η συνουσία όπως και οποιαδήποτε άλλη ασελγής πράξη, ακόμα δηλ. και μεταξύ ομοφύλων. Προβλέπονταν, παράλληλα, τρεις διακεκριμένες μορφές: ο θανατηφόρος βιασμός, ο βιασμός με αποτέλεσμα τη βλάβη υγείας του θύματος και, τέλος, ο βιασμός προσώπου νεότερου των 15 ετών. Ενώ όμως αρχικά εδώ αναγνωριζόταν ένα αδίκημα “κατά της αγνείας” που ταυτοχρόνως προέβλεπε τη τιμή του προσώπου και μίαινε το σώμα του, με την έλευση του 20ου αιώνα άρχισε να αναδύεται το “δικαίωμα του ατόμου” στην “κατ' ελευθέραν βούλησιν επικοινωνία του φύλου”.


Συνέχεια απο: Στην Ελλάδα με τον ποινικό κώδικα του 1950 ο βιασμός του Π.Ν. διασπάστηκε σε τρία εγκλήματα: τον βιασμό (άρ.336) [...] μέχρι [...] καταργήθηκε το στοιχείο του εξώγαμου στην συνουσία, ώστε, πλέον, να διώκεται ο βιασμός και όταν τελείται μεταξύ συζύγων.

(πηγή: Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Άρθρα 336-353ΠΚ. Συγγραφείς: Νίκος Παρασκευόπουλος, Ευτύχης Φυτράκης. Εκδόσεις Σάκκουλα 2011)

Άρθρο 336 ποινικού κώδικα:


Βιασμός. 1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη άσελγη πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη.

2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού, επιβάλλεται κάθειρξη δέκα ετών.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Παιδοφιλία


Ορισμός της παιδοφιλίας

Η παιδοφιλία, παιδεραστία δεν θεωρούνταν πάντοτε έγκλημα αλλά επιτρεπτή ομοφυλοφιλία. Η ομοφυλοφιλία ορίζεται ως η τάση αναζήτησης αισθησιακών απολαύσεων μέσω της σωματικής επαφής κατά προτίμηση με άτομα του ιδίου φύλου. Σύμφωνα με τον Δημόπουλο, (2006:147) στους αρχαίους χρόνους, πάρα πολλές ελληνικές αγγειογραφίες απεικόνιζαν ενήλικες άνδρες να προσφέρουν δώρα σε νεότερους καθώς συζητούν μαζί τους, τους κολακεύουν και τους ψηλαφούν. Στις παραστάσεις αυτές φαίνεται να υπάρχει κάποια οικειότητα, από μια απλή αβρή συζήτηση ή προσφορά ενός δώρου έως την περίπτωση ενός σαρκικού πόθου από την πλευρά του ενήλικα (Δημόπουλος, 2006:147).

Στον σύγχρονο κόσμο η παιδοφιλία έχει ταυτιστεί με την σεξουαλική παρενόχληση, την κακοποίηση και την εκμετάλλευση των παιδιών από ανθρώπους με ανώριμες προσωπικότητες. Είναι ένα φαινόμενο γενικότερης πολιτισμικής παρακμής της σημερινής εποχής που έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε να απασχολεί όλη την διεθνή κοινωνία (Δημόπουλος, 2006). Η λέξη παιδοφιλία (pedophilia στα αγγλικά), προέρχεται από τις λέξεις παιδί και φίλος και σημαίνει μία κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι φίλος με ένα παιδί. Σε αυτήν την περίπτωση η λέξη φίλος σημαίνει εραστής με ένα παιδί. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, υπεράνω κάθε υποψίας αλλά εθισμένοι στο πάθος τους (Τσιγκρής, 2005).

Η Αντωνίου (2008), ορίζει την παιδοφιλία ως την πράξη κατά την οποία ένας ενήλικας (ή ο τουλάχιστον 5 χρόνια μεγαλύτερος σε ηλικία έφηβος) φανερά ή συγκαλυμμένα αντλεί σεξουαλική ευχαρίστηση από την επαφή του με ένα παιδί. Ο Δημόπουλος επισημαίνει ότι ο βιεννέζος ψυχίατρος Richard von Krafft-Ebing (1840-1902) ήταν ο πρώτος, ο οποίος απέδωσε τα εξής χαρακτηριστικά στον όρο παιδοφιλία: «Παιδοφιλία θεωρείται η εκδήλωση ομοφυλοφιλικού ενδιαφέροντος προς τους προεφήβους και εφήβους. Η εκδήλωση αυτή είναι πρωτογενείς, δηλαδή απευθύνεται αποκλειστικά σε παιδιά και τέλος διατηρείται σταθερά στην παρέλευση του χρόνου» (Δημόπουλος, 2006:150). Επίσης κατηγοριοποίησε τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις σε τρεις τύπους: στην παιδοφιλική, στην υποκατάστατη παιδοφιλία, δηλαδή αν δεν είναι διαθέσιμος κάποιος ενήλικος για σεξουαλική επαφή αντικαθιστάται από κάποιο παιδί και τέλος στην σαδιστική παιδοφιλία (Δημόπουλος 2006).


Αιτιολογικοί παράγοντες της παιδοφιλίας

Τι είναι αυτό που σπάει τις ενοχές, τις αναστολές και τον έλεγχο της συνείδησης ώστε ένας ενήλικος να γίνει παιδεραστής, παιδόφιλος ή αιμομικτικός; Η απάντηση δύσκολα μπορεί να δοθεί, ωστόσο σύμφωνα με τους Γιωτάκο και Πρεκατέ (2006), η μη ομαλή ψυχολογική ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδόφιλου, η εικόνα που έχει για τον εαυτό του, οι παιδικές συναισθηματικές ανάγκες του, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι ορμονικές διαταραχές, οι εσωτερικές συγκρούσεις στο πρόσωπο της μητέρας του και οι φόβοι για ευνουχισμό και τέλος ο μη ομαλός έλεγχος των ενστίκτων του σε συνδυασμό με διάφορες ψυχώσεις και ίσως την χρήση οινοπνεύματος ή άλλων ουσιών αποτελούν τους κύριους αιτιολογικούς παράγοντες της παιδοφιλίας.

Οι Ivey και Simpson (1998:15-20) αναφέρουν ότι η παιδοφιλική συμπεριφορά καθορίζεται πρωτίστως όχι από τον σεξουαλικό σκοπό αλλά από την ανάγκη για αγάπη και επιβεβαίωση. Όπως παραθέτει ο Δημόπουλος σε μια μελέτη 45 ανδρών, σεξουαλικά παιδόφιλων, διαπιστώθηκε ότι το 67% είχε μια μακρόχρονη συναισθηματική διαταραχή, το 64% παρουσίαζε αγχωτική διαταραχή, το 24% είχε μια σεξουαλική δυσλειτουργία και το 53% κάποια άλλη διάγνωση παραφιλίας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπεύθυνες της παιδοφιλίας θεωρούνται διάφορες παθολογίες (Δημόπουλος, 2006:154). Οι Bourgeois και Klein πιστεύουν ότι η παιδοφιλία θα μπορούσε να είναι συγγενική πάθηση με την έμμονη και την καταθλιπτική διαταραχή. Ο πάσχων διακατέχεται από ενοχλητικές σκέψεις που είναι επαναλαμβανόμενες και καταναγκαστικές και γι αυτό συχνά φαντασιώνεται να ανακουφιστεί από αυτά τα αγχώδη συμπτώματα (Bourgeois, J.A. & Klein, M., 1996:257-258).

Από την άλλη, υπάρχουν ερευνητές που αποδίδουν την παιδοφιλία σε ηλεκτροεγκεφαλογραφικές αλλοιώσεις και μεταβολές, άλλοι σε οργανικές ή σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ακόμα στην αλλαγή των ορμονικών επιπέδων και αναλογιών και στην ψυχαναγκαστική αντίδραση. Έχει υπολογιστεί ότι μόνο το 2% έως 10% των δραστών της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης παρουσιάζει τα γνήσια και αμιγή διαγνωστικά κριτήρια της παιδοφιλίας (Δημόπουλος, 2006:155).

Σύμφωνα με τον Γιωτάκο (2004), ένας ισχυρός προδιαθεσικός παράγοντας για την παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι το ανδρικό φύλο (οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να κακοποιούν σε σχέση με τις γυναίκες) καθώς και η έλλειψη ενσυναίσθησης (empathy). Έρευνες έχουν δείξει, ότι τα άτομα που κακοποιούν έχουν ιδιαίτερη έλλειψη ενσυναίσθησης απέναντι στα θύματά τους, ωστόσο παρουσιάζουν κάποια ενσυναίσθηση απέναντι στα θύματα των άλλων δραστών και απέναντι στα υπόλοιπα παιδιά. Τα άτομα που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση ενώ το 60% αυτών εμφανίζουν σημαντική πτώση στην αυτοεκτίμηση το χρονικό διάστημα πριν από την διάπραξη της κακοποίησης. Επιπλέον η υιοθέτηση δυσλειτουργικών και ανεπαρκών μορφών πρόσδεσης προέρχεται από την ελλιπή ερωτική ζωή και την μοναχικότητα των συγκεκριμένων ατόμων.

Σημαντικό παράγοντα προδιάθεσης στην παιδοφιλία αποτελούν και οι γνωσιακές διαστρεβλώσεις. Οι ερευνητές χρησιμοποιούν τον όρο αυτό για να συμπεριλάβουν ποικίλες σκέψεις, όπως για παράδειγμα ελαχιστοποίηση, άρνηση και απόδοση ευθυνών σε άλλους ή διαταραγμένες αντιλήψεις σχετικά με την συμπεριφορά των παιδιών και την σεξουαλικότητά τους. Επίσης ανάμεσα στους πρώιμους προδιαθεσικούς παράγοντες περιλαμβάνονται οι σχέσεις του γονέα με του παιδιού, όπως η παραμέληση και ασταθή σχέση του γονιού με το παιδί (δράστη). Επιπλέον ο δυσλειτουργικός δεσμός προσκόλλησης μεταξύ γονέα και παιδιού μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιτυχή πρότυπα για μελλοντικές σχέσεις, ώστε ο νεαρός ενήλικος να αναπτύξει συναισθήματα δυσπιστίας κα αμφιβολίας ως προς τις μελλοντικές ερωτικές σχέσεις του με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην ανάπτυξη ερωτικών σχέσεων με παιδιά τα οποία ελέγχονται εύκολα και δεν φαντάζουν απειλητικά. Τελευταία αξίζει να σημειωθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό των δραστών κατά την παιδική τους ηλικία έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά από τους ίδιους τους γονείς τους (Γιωτάκος, 2004).

Η ψυχαναλυτική θεωρία υποστηρίζει ότι οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις εμφανίζονται εξαιτίας αποτυχημένης ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης κατά την παιδική ηλικία. Ειδικότερα, τις θεωρεί ως προσπάθειες του ατόμου να αντιμετωπίσει το άγχος του ευνουχισμού ή το άγχος του αποχωρισμού. Επιπλέον, η μαθησιακή θεωρία αναφέρει ότι το παραφιλικό άτομο μαθαίνει πως οι σεξουαλικές επιθυμίες, οι φαντασίες και οι παρορμήσεις του είναι ακατάλληλες. Καθώς προσπαθεί να μειώσει αυτές τις επιθυμίες χρησιμοποιεί παραφιλικές φαντασιώσεις κατά τον αυνανισμό που ωστόσο κάνουν πιο έντονο το σεξουαλικό ενδιαφέρον. Τέλος, η νευροβιολογική θεωρία ενοχοποιεί νευροβιολογικούς μηχανισμούς˙ μέσα από νευροψυχολογικές δοκιμασίες, όπως τη χρήση της αξονικής τομογραφίας, προκύπτουν σεξουαλικά επιθετικά και παιδοφιλικά άτομα (Μάνος, 1997).


Χαρακτηριστικά των παιδόφιλων

Σύμφωνα με καταγραφές παιδοφιλικών περιστατικών, κατά την Αντωνίου (2008), τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότεροι παιδόφιλοι βρίσκονται στην ηλικία των 20 με 50 ετών. Μπορεί να μην έχουν παντρευτεί, να είναι παντρεμένοι ή χωρισμένοι και μπορεί να έχουν και οι ίδιοι παιδιά. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις (66%) έχει καταγραφεί ότι ο παιδόφιλος είναι κάποιος γνωστός της οικογένειας ή συγγενής ή γενικά έχει κάποια σχέση με το παιδί ή/και την οικογένειά του. Αξίζει να τονιστεί ότι η παιδοφιλική δραστηριότητα δεν περιέχει απαραίτητα σωματική βία αλλά κυρίως ψυχολογική. Ο άνθρωπος που ασκεί παιδοφιλία μπορεί συχνά να έχει μεγάλη υπομονή και δεξιότητα στο να χρησιμοποιεί την εξουσία και τη δύναμη του ενήλικα για να πείσει ή να αναγκάσει το παιδί ή τον έφηβο να συμμετάσχει σε σεξουαλικές δραστηριότητες. Τέλος, αρκετοί παιδόφιλοι αποζητούν εργασία ή προσφέρουν εθελοντικές υπηρεσίες σε μέρη όπου μπορούν να έχουν συχνή πρόσβαση σε παιδιά.

Ο παιδόφιλος, σύμφωνα με την Αρτινοπούλου (2000), ανήκει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα αφού έχουν παρατηρηθεί περιστατικά, όπου οι δράστες προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και βαθμίδες εκπαίδευσης. Στην παιδοφιλία, η προσωπικότητα του δράστη παίζει σημαντικό ρόλο καθώς είναι προσωπικότητες που δεν έχουν ομαλή ψυχολογική ανάπτυξη. Με βάση έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού (Κατσάκος, 2011), οι δράστες προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις και συνήθως εξασκούν επάγγελμα που τους επιτρέπει μία άμεση επαφή με τα παιδιά, όπως δάσκαλοι, γυμναστές και υπεύθυνοι ομάδων. Σχεδόν πάντα έχουν δικά τους παιδιά, αναζητούν τα θύματά τους στο οικογενειακό τους περιβάλλον και μερικές φορές κακοποιούν σεξουαλικά και τα δικά τους παιδιά. Η αιμομιξία είναι η πιο ακραία μορφή παιδεραστίας.

Παράλληλα, ο Δημόπουλος (2006:155) αναφέρει ότι αυτοί που έχουν διαπράξει γενετήσια εγκλήματα εναντίον των παιδιών, αλλά δεν φέρουν τα κανονικά κριτήρια διάγνωσης της παιδοφιλίας, αναφέρονται ως ευκαιριακοί ή αταβιστικοί δράστες, ενώ οι δράστες που εμφανίζουν έλξη προς τα παιδιά, αποκαλούνται δομημένοι προτιμησιακοί ή μόνιμοι παιδόφιλοι, καθώς ο προσανατολισμός τους διαρθρώνεται από την ίδια την δομή της προσωπικότητάς τους. Υπάρχουν, ωστόσο, μεγάλες διακρίσεις ανάμεσα σε αυτούς τους τύπους δραστών. Πιο συγκεκριμένα οι ευκαιριακοί δράστες έχουν περισσότερο οικογενειακά θύματα, δρουν την χρονική στιγμή που έχουν άγχος, η δράση τους δεν έχει διάρκεια και εκδηλώνουν προτίμηση σε ενήλικους ερωτικούς συντρόφους. Από την άλλη, οι παιδόφιλοι διαθέτουν μεγάλο αριθμό θυμάτων, ξεκινούν από μικρή ηλικία και τα θύματα τους είναι εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος. Οδηγούνται στην εγκληματική ενέργεια υπό την καθοδήγηση της ερωτικής τους επιθυμίας και οι αξίες και πεποιθήσεις τους είναι τέτοιες ώστε υποστηρίζουν με ισχυρό τρόπο έναν εγκληματικό τρόπο ζωής.

Έρευνες στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι ένα 20% των παιδιών θα το προσεγγίσουν παιδόφιλοι τουλάχιστον μία φορά στην ζωή τους. Ποσοστό 10-15% των παιδιών έχουν υπάρξει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης από ενήλικες τουλάχιστον μία φορά στην ζωή τους. Στατιστικά οι περισσότεροι παιδόφιλοι είναι άντρες. Στα παιδιά κατά κανόνα απουσιάζει η γνώση και η εμπειρία των σεξουαλικών σχέσεων με ή χωρίς την συγκατάθεσή τους. Έτσι η παιδοφιλία παραβιάζει με βλαβερό και εγκληματικό τρόπο τα δικαιώματα των παιδιών. Επιπρόσθετα, όπως ανέφεραν αξιωματικοί της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ασφάλειας Αττικής, από τους δέκα κατηγορουμένους για παιδική πορνογραφία οι οκτώ υποστηρίζουν ότι το κάνουν για να ικανοποιήσουν το πάθος τους για το παιδικό κορμί και οι δύο για κερδοσκοπία. Παράλληλα, οι ψυχολόγοι της ίδιας υπηρεσίας, αναφέρουν ότι πρόκειται κυρίως για οικογενειάρχες, άτομα υπεράνω πάσης υποψίας, οικονομικά ευκατάστατα, που το κάνουν έχοντας ενδεχομένως στο παρελθόν υποστεί κακοποίηση και τώρα αναζητούν τρόπους να επιβληθούν σε αδύναμα πλάσματα (Τσιγκρής, 2005).

Σύμφωνα με τον Παπανή (2008), η παιδοφιλία και η παιδεραστία είναι ένα έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας του παιδιού αλλά επιπλέον ισοδυναμεί και με συμβολικό θάνατο της παιδικότητας και είναι βιασμός της υπό διαμόρφωση προσωπικότητας του παιδιού. Οι ενήλικες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις είναι κατά συρροή βιαστές της αθωότητας του παιδιού, το οποίο θα αντιμετωπίσει ψυχολογικά προβλήματα στο υπόλοιπο ης ζωής του.


Βιβλιογραφία

  1. Αντωνίου, A. (20/05/2008). Ότι πρέπει να ξέρετε για την παιδοφιλία. Ιατρονετ Διαδικτυακές Υπιρεσίες Ε.Π.Ε.. Ανακτήθηκε στις 28/12/2011. http://www.iatronet.gr/article.asp?art_id=4957
  2. Αρτινοπούλου, Β. (2000). Αιμομιξία, θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικά δεδομένα. Αθήνα : Νομική Βιβλιοθήκη.
  3. Γιωτάκος, Ο. (2004). Σεξουαλική επιθετικότητα και παραφιλίες: Αιτιολογία, εκτίμηση, αντιμετώπισηΑθήνα: Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις.
  4. Γιωτάκος, Ο., & Πρεκατέ, Β (2006). Σεξουαλική κακοποίηση. Μυστικό; Όχι πια. Ελληνική εταιρεία μελέτης και πρόληψης της σεξουαλικής κακοποίησης. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.
  5. Δημόπουλος, Χ. (2006). Εγκλήματα της Γενετήσιας Εκμετάλλευσης Ανηλίκων, Εμπορία-Πορνογραφία-Κατάχρηση και Ασέλγεια. Αθήνα: Νομική βιβλιοθήκη.
  6. Κατσάκος, Π. (27/12/2011) Στοιχεία ΣΟΚ για την παιδοφιλία στην Ελλάδα. Εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ». Ανακτήθηκε στις 25/01/2012. http://www.protothema.gr/greece/article/?aid=167733
  7. Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  8. Παπανής, E. (01/09/2007). Αυτοεκτίμηση και σχολική προσαρμογή κακοποιημένων - παραμελημένων παιδιών. Ελληνική Κοινωνική Έρευνα. Ανακτήθηκε στις 14/01/2012. http://epapanis.blogspot.com/2007/09/blog-post_7812.html
  9. Τσιγκρής, Α. (23/10/2005). Δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος. Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ. Ανακτήθηκε στις 14/01/2012. http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=169016&ct=75&dt=23/10/2005
  10. Bourgeois, J.A., & Klein, M. (1996). Risperidone and fluoxetine in the treatment of pedophilia with comorbid dysthymia. Clinical Psychopharmacology, 16, 257-258.
  11. Ivey, G., & Simpson, P. (1998). The psychological life of paedophiles: A phenomenological study. South African Journal of Psychology, 28(1), 15–20.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Σεξουαλική δολοφονία

Σεξουαλική δολοφονία ονομάζεται η ανθρωποκτονία με σκοπό την ερωτική ικανοποίηση. Οι σεξουαλικοί δολοφόνοι διεγείρονται σεξουαλικά και ικανοποιούνται με το βίαιο θάνατο ενός ατόμου κατά τη διάρκεια ή μετά τη σεξουαλική επαφή, και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η ικανοποίηση αυτή να πραγματοποιείται με τη δολοφονία ανήλικων ατόμων. Συνήθως αυτός ο τύπος εγκλήματος πραγματοποιείται είτε με τη δολοφονία κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής ή/και με τον ακρωτηριασμό των σεξουαλικών οργάνων του θύματος. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να αναφερθεί σε ένα άτομο που διεγείρεται σεξουαλικά με την ιδέα ή με την πράξη της δολοφονίας, ακόμα και αν δεν την πραγματοποιήσει ο ίδιος, ή ακόμα κι αν η ίδια η δολοφονία δεν περιλαμβάνει το γεννητικό ακρωτηριασμό ή άλλα χαρακτηριστικά (Νούσκαλης, 2006).

Οι περισσότερες περιπτώσεις της σεξουαλικής δολοφονίας πραγματοποιούνται από αρσενικούς δράστες (Νούσκαλης, 2006).


Βιβλιογραφία

Νούσκαλης, Γ., Πορνογραφία ανηλίκων: τα κρίσιμα ζητήματα του άρθρου 348Α Π.Κ., Ποινική Δικαιοσύνη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006.